θρόνιασμα

θρόνιασμα
το, -ατος
1. απρόσκλητη εγκατάσταση κάπου.
2. το να κάθεται κάποιος άνετα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρόνιασμα — το [θρονιάζω] 1. ενθρόνιση 2. εγκατάσταση …   Dictionary of Greek

  • ενθρόνιση — ενθρόνιση, η και ενθρονισμός, ο 1. η εγκατάσταση σε θρόνο. 2. η αναιδής παραμονή απρόσκλητου ατόμου σε κάποιο μέρος, το θρόνιασμα (αντίθ. εκθρόνιση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”